φαινυλιωμένος

φαινυλιωμένος
-η, -ο, Ν
(σχετικά με χημ. ένωοη) αυτός στο μόριο τού οποίου έχει εισαχθεί η μονοσθενής ρίζα φαινύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού αμάρτυρου ρ. *φαινυλιώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”